pills | |||||
ΙΣΤΟΣ | |||||
pill - Αγγλοελληνικό Λεξικό WordReference.com Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. pill n, (medicine), χάπι ουσ ουδ. Philip is taking pills for his heart condition.
| |||||
Δείτε περισσότερα αποτελέσματα | Επεξεργασία αυτής της ειδοποίησης |
Λάβατε αυτό το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επειδή έχετε εγγραφεί στις Ειδοποιήσεις Google. |
Λάβετε αυτή την ειδοποίηση ως ροή RSS |
Αποστολή σχολίων |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου